- κατατοκίζω
- κατατοκίζω (Α)(επιτ. τ. τού τοκίζω)1. κάνω κάποιον φτωχό παίρνοντας μεγάλο τόκο για τα χρήματα που τού δάνεισα2. παθ. κατατοκίζομαιεξαντλούμαι οικονομικώς, γίνομαι φτωχός πληρώνοντας μεγάλους τόκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τοκίζω «δανείζω με τόκο»].
Dictionary of Greek. 2013.